ψευδογλωττώ

ψευδογλωττώ
-έω Α
ψευδολογώ, λέω ψέματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)-* + -γλωττῶ (< -γλωττος < γλῶττα, αττ. τ. τής λ. γλώσσα), πρβλ. χαριτο-γλωττῶ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”